- διαστοχάζομαι
- διαστοχάζομαι,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστοχάζομαι — (Α) συμπεραίνω … Dictionary of Greek
διαστοχασάμενος — διαστοχάζομαι guess aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστοχάζει — διαστοχάζομαι guess pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)